- δαπανητικός
- δαπανητικόςconsumingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαπανητικός — δαπανητικός, ή, όν (Α) [δαπανώ] Ι. 1. όποιος δαπανά ή καταναλίσκει κάτι 2. σπάταλος 3. το ουδ. ως ουσ. το δαπανητικόν καταστροφή, φθορά II. επίρρ. δαπανητικῶς με τρόπο δαπανηρό, με μεγάλες δαπάνες, άσωτα … Dictionary of Greek
δαπανητικά — δαπανητικός consuming neut nom/voc/acc pl δαπανητικά̱ , δαπανητικός consuming fem nom/voc/acc dual δαπανητικά̱ , δαπανητικός consuming fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανητικόν — δαπανητικός consuming masc acc sg δαπανητικός consuming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανητικαῖς — δαπανητικός consuming fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανητικῆς — δαπανητικός consuming fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανητική — δαπανητικός consuming fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανητικήν — δαπανητικός consuming fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανητικῶς — δαπανητικός consuming adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανητικωτέρα — δαπανητικωτέρᾱ , δαπανητικός consuming fem nom/voc/acc comp dual δαπανητικωτέρᾱ , δαπανητικός consuming fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανητικωτέραν — δαπανητικωτέρᾱν , δαπανητικός consuming fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)